νεκρώσιμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νεκρώσιμος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή νεκρώσιμος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /neˈkɾo.si.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νε‐κρώ‐σι‐μος
Επίθετο επεξεργασία
νεκρώσιμος, -η, -ο
- σχετικός με έναν νεκρό
- ↪ η νεκρώσιμη ακολουθία
επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη νεκρός
Μεταφράσεις επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- νεκρώσιμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νεκρώσιμος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή νεκρώσιμος
Επίθετο επεξεργασία
νεκρώσιμος, -η, -ο
Κλιτικοί τύποι επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- νεκρώσιμος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
νεκρώσιμος, (-η), -ον
επεξεργασία
- νεκρώσιμα (πληθυντικός του ουδέτερου νεκρώσιμον)
Πηγές επεξεργασία
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- (χωρίς σημειωμένους τύπους) - νεκρώσιμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.