funéraire
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
funéraire | funéraires |
Ετυμολογία
επεξεργασία- funéraire < δημώδης λατινική funerarius
Επίθετο
επεξεργασίαfunéraire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- σχετικός με την κηδεία, νεκρώσιμος
- frais funéraires - έξοδα της κηδείας
- σχετικός με τάφο, που τιμά τη μνήμη ενός νεκρού, επιτύμβιος
- colonne funéraire - επιτύμβια στήλη
- (Καναδάς) salon funéraire: γραφείο τελετών