επιτύμβιος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επιτύμβιος < αρχαία ελληνική ἐπιτύμβιος < ἐπί + τύμβος
Επίθετο επεξεργασία
επιτύμβιος, -α, -ο
- (αρχαιολογία) που έχει σχέση με τύμβο, αναφέρεται σ’ αυτόν ή τοποθετούταν πάνω σ’ αυτόν
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη τύμβος
Μεταφράσεις επεξεργασία
επιτύμβιος