Ετυμολογία

επεξεργασία
κερώνω < λείπει η ετυμολογία

κερώνω

  1. (μεταβατικό) καλύπτω κάτι με κερί ή σε ανάλογων ιδιοτήτων υγρό, ώστε να καλυφθούν οι πόροι του και να γίνει αδιάβροχο ή για να γλιστρά καλύτερα
    ⮡  Κέρωσα το ξύλο του πατώματος
    ※  Μετά κέρωνε καλά τον σπάγκο και με το σουβλί έρραβε το «φόντι» πάνω στην σόλα, βοηθούμενος από το καλαπόδι. Τα χέρια του ήταν δυνατά και ροζιασμένα, κι όταν περνούσε αντίθετα τις δυό βελόνες από την τρύπα που άνοιγε κάθε φορά με το σουβλί, ο κερωμένος σπάγκος τραβιόταν με τόση δύναμη που ώστε έκανε ένα σώμα σόλα και φόντι (Κώστας Δούκας, Τα χρόνια της ντροπής, Μυθ(ιστόρημα), 2017)
  2. (αμετάβατο) (μεταφορικά) γίνομαι ωχρός σαν το κερί, χάνω το χρώμα μου λόγω μεγάλης αναστάτωσης ή αμηχανίας
    Μόλις τον είδε, κέρωσε και δεν μπορούσε να πει οτιδήποτε!


  Μεταφράσεις

επεξεργασία