Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κερώνω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

κερώνω

  1. (μεταβατικό) καλύπτω κάτι με κερί ή σε ανάλογων ιδιοτήτων υγρό, ώστε να καλυφθούν οι πόροι του και να γίνει αδιάβροχο
    Κέρωσα το ξύλο του πατώματος
  2. (αμετάβατο) (μεταφορικά) γίνομαι ωχρός σαν το κερί, χάνω το χρώμα μου λόγω μεγάλης αναστάτωσης ή αμηχανίας
    Μόλις τον είδε, κέρωσε και δεν μπορούσε να πει οτιδήποτε!


Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία