κερώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κερώνω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίακερώνω
- (μεταβατικό) καλύπτω κάτι με κερί ή σε ανάλογων ιδιοτήτων υγρό, ώστε να καλυφθούν οι πόροι του και να γίνει αδιάβροχο ή για να γλιστρά καλύτερα
- ⮡ Κέρωσα το ξύλο του πατώματος
- ※ Μετά κέρωνε καλά τον σπάγκο και με το σουβλί έρραβε το «φόντι» πάνω στην σόλα, βοηθούμενος από το καλαπόδι. Τα χέρια του ήταν δυνατά και ροζιασμένα, κι όταν περνούσε αντίθετα τις δυό βελόνες από την τρύπα που άνοιγε κάθε φορά με το σουβλί, ο κερωμένος σπάγκος τραβιόταν με τόση δύναμη που ώστε έκανε ένα σώμα σόλα και φόντι (Κώστας Δούκας, Τα χρόνια της ντροπής, Μυθ(ιστόρημα), 2017)
- (αμετάβατο) (μεταφορικά) γίνομαι ωχρός σαν το κερί, χάνω το χρώμα μου λόγω μεγάλης αναστάτωσης ή αμηχανίας
- Μόλις τον είδε, κέρωσε και δεν μπορούσε να πει οτιδήποτε!
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κερώνω | κέρωνα | θα κερώνω | να κερώνω | κερώνοντας | |
β' ενικ. | κερώνεις | κέρωνες | θα κερώνεις | να κερώνεις | κέρωνε | |
γ' ενικ. | κερώνει | κέρωνε | θα κερώνει | να κερώνει | ||
α' πληθ. | κερώνουμε | κερώναμε | θα κερώνουμε | να κερώνουμε | ||
β' πληθ. | κερώνετε | κερώνατε | θα κερώνετε | να κερώνετε | κερώνετε | |
γ' πληθ. | κερώνουν(ε) | κέρωναν κερώναν(ε) |
θα κερώνουν(ε) | να κερώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κέρωσα | θα κερώσω | να κερώσω | κερώσει | ||
β' ενικ. | κέρωσες | θα κερώσεις | να κερώσεις | κέρωσε | ||
γ' ενικ. | κέρωσε | θα κερώσει | να κερώσει | |||
α' πληθ. | κερώσαμε | θα κερώσουμε | να κερώσουμε | |||
β' πληθ. | κερώσατε | θα κερώσετε | να κερώσετε | κερώστε | ||
γ' πληθ. | κέρωσαν κερώσαν(ε) |
θα κερώσουν(ε) | να κερώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κερώσει | είχα κερώσει | θα έχω κερώσει | να έχω κερώσει | ||
β' ενικ. | έχεις κερώσει | είχες κερώσει | θα έχεις κερώσει | να έχεις κερώσει | ||
γ' ενικ. | έχει κερώσει | είχε κερώσει | θα έχει κερώσει | να έχει κερώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κερώσει | είχαμε κερώσει | θα έχουμε κερώσει | να έχουμε κερώσει | ||
β' πληθ. | έχετε κερώσει | είχατε κερώσει | θα έχετε κερώσει | να έχετε κερώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κερώσει | είχαν κερώσει | θα έχουν κερώσει | να έχουν κερώσει |
|