κερώνω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κερώνω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα επεξεργασία
κερώνω
- (μεταβατικό) καλύπτω κάτι με κερί ή σε ανάλογων ιδιοτήτων υγρό, ώστε να καλυφθούν οι πόροι του και να γίνει αδιάβροχο
- Κέρωσα το ξύλο του πατώματος
- (αμετάβατο) (μεταφορικά) γίνομαι ωχρός σαν το κερί, χάνω το χρώμα μου λόγω μεγάλης αναστάτωσης ή αμηχανίας
- Μόλις τον είδε, κέρωσε και δεν μπορούσε να πει οτιδήποτε!
Κλίση επεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κερώνω | κέρωνα | θα κερώνω | να κερώνω | κερώνοντας | |
β' ενικ. | κερώνεις | κέρωνες | θα κερώνεις | να κερώνεις | κέρωνε | |
γ' ενικ. | κερώνει | κέρωνε | θα κερώνει | να κερώνει | ||
α' πληθ. | κερώνουμε | κερώναμε | θα κερώνουμε | να κερώνουμε | ||
β' πληθ. | κερώνετε | κερώνατε | θα κερώνετε | να κερώνετε | κερώνετε | |
γ' πληθ. | κερώνουν(ε) | κέρωναν κερώναν(ε) |
θα κερώνουν(ε) | να κερώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κέρωσα | θα κερώσω | να κερώσω | κερώσει | ||
β' ενικ. | κέρωσες | θα κερώσεις | να κερώσεις | κέρωσε | ||
γ' ενικ. | κέρωσε | θα κερώσει | να κερώσει | |||
α' πληθ. | κερώσαμε | θα κερώσουμε | να κερώσουμε | |||
β' πληθ. | κερώσατε | θα κερώσετε | να κερώσετε | κερώστε | ||
γ' πληθ. | κέρωσαν κερώσαν(ε) |
θα κερώσουν(ε) | να κερώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κερώσει | είχα κερώσει | θα έχω κερώσει | να έχω κερώσει | ||
β' ενικ. | έχεις κερώσει | είχες κερώσει | θα έχεις κερώσει | να έχεις κερώσει | ||
γ' ενικ. | έχει κερώσει | είχε κερώσει | θα έχει κερώσει | να έχει κερώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κερώσει | είχαμε κερώσει | θα έχουμε κερώσει | να έχουμε κερώσει | ||
β' πληθ. | έχετε κερώσει | είχατε κερώσει | θα έχετε κερώσει | να έχετε κερώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κερώσει | είχαν κερώσει | θα έχουν κερώσει | να έχουν κερώσει |
|