ροζιασμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαροζιασμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του ροζιασμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του ροζιασμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ροζιασμένος
ροζιασμένων