ŝuriparisto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ŝuriparisto | ŝuriparistoj |
αιτιατική | ŝuripariston | ŝuriparistojn |
ŝuriparisto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ŝuriparisto | ŝuriparistoj |
αιτιατική | ŝuripariston | ŝuriparistojn |
ŝuriparisto (eo)