Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παπουτσής
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
παπουτσ
ής
οι
παπουτσ
ήδες
γενική
του
παπουτσ
ή
των
παπουτσ
ήδων
αιτιατική
τον
παπουτσ
ή
τους
παπουτσ
ήδες
κλητική
παπουτσ
ή
παπουτσ
ήδες
Κατηγορία
όπως «
μπαλωματής
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
παπουτσής
την ώρα της δουλειάς
Ετυμολογία
επεξεργασία
παπουτσής
<
μεσαιωνική ελληνική
παπουτσής
<
παπούτσι
+
-ής
Ουσιαστικό
επεξεργασία
παπουτσής
αρσενικό
(
επάγγελμα
) ο
τεχνίτης
που φτιάχνει
παπούτσια
Συνώνυμα
επεξεργασία
τσαγκάρης
υποδηματοποιός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παπουτσής
αγγλικά
:
shoemaker
(en)
γερμανικά
:
Schuhmacher
(de)
πολωνικά
:
szewc
(pl)