• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

παπουτσής

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συνώνυμα
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παπουτσής οι παπουτσήδες
      γενική του παπουτσή των παπουτσήδων
    αιτιατική τον παπουτσή τους παπουτσήδες
     κλητική παπουτσή παπουτσήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
παπουτσής την ώρα της δουλειάς

Ετυμολογία

επεξεργασία
παπουτσής < μεσαιωνική ελληνική παπουτσής < παπούτσι + -ής

Ουσιαστικό

επεξεργασία

παπουτσής αρσενικό

  • (επάγγελμα) ο τεχνίτης που φτιάχνει παπούτσια

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • τσαγκάρης
  • υποδηματοποιός

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    παπουτσής
  • αγγλικά : shoemaker (en)
  • γερμανικά : Schuhmacher (de)
  • πολωνικά : szewc (pl)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=παπουτσής&oldid=7113993"
Τελευταία επεξεργασία στις 11 Μαΐου 2025, στις 19:53

Γλώσσες

    • English
    • Kurdî
    • Malagasy
    • Русский
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 11 Μαΐου 2025, στις 19:53.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας