τσαγκάρισσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τσαγκάρισσα | οι | τσαγκάρισσες |
γενική | της | τσαγκάρισσας | — | |
αιτιατική | την | τσαγκάρισσα | τις | τσαγκάρισσες |
κλητική | τσαγκάρισσα | τσαγκάρισσες | ||
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίατσαγκάρισσα θηλυκό
- (επάγγελμα) θηλυκό του τσαγκάρης
- ※ Στις συμβάσεις εργασίας που συνάπτουν γυναίκες μνημονεύονται τα εξής γυναικεία επαγγέλματα: τροφός, υπηρέτρια, υφάντρα, ράφτρα, βυρσοδέψις, τσαγκάρισσα, ταβερνάρισσα —αλλά και μαμή και πρακτική γιατρός. Η αμοιβή του άντρα μπορούσε να είναι ακόμη και τριπλάσια από τη γυναικεία. Γυναίκες αναφέρονται, μόνες ή συνεταιρικά, να ασχολούνται με το εμπόριο ή να είναι δανείστριες. Τέλος, στην πελατεία των νοταρίων ανήκουν και οι μοναχές. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα έγγραφα από συναλλαγές μοναχών και ζωγράφων. (Η γυναίκα στη βενετοκρατούμενη Κρήτη με βάση τις Νοταρικές πηγές, https://www.archaiologia.gr, 25.06.2011)
Μεταφράσεις
επεξεργασία τσαγκάρισσα
|