μαμή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μαμή | οι | μαμές |
γενική | της | μαμής | των | μαμών |
αιτιατική | τη | μαμή | τις | μαμές |
κλητική | μαμή | μαμές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μαμή < αρχαία ελληνική μάμμη (γιαγιά)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαμή θηλυκό (πληθυντικός μαμές) (και μαμμή)
- (επάγγελμα) η γυναίκα που παραστέκεται στην εγκυμονούσα κατά τον τοκετό και προσφέρει τις πρώτες φροντίδες στο νεογέννητο· η μαία
- (μεταφορικά) αυτό που συμβάλει αποφασιστικά στο να γεννηθεί κάτι καινούριο.
- «Η βία είναι η μαμή της ιστορίας.», Κ.Μαρξ