τσαγκαράδικο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τσαγκαράδικο < τσαγκάρ(ης) + -άδικο
Ουσιαστικό επεξεργασία
τσαγκαράδικο ουδέτερο
- το εργαστήριο και μαγαζί του τσαγκάρη
Μεταφράσεις επεξεργασία
τσαγκαράδικο
τσαγκαράδικο ουδέτερο