ŝuisto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ŝuisto | ŝuistoj |
αιτιατική | ŝuiston | ŝuistojn |
ŝuisto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ŝuisto | ŝuistoj |
αιτιατική | ŝuiston | ŝuistojn |
ŝuisto (eo)