Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τσαγκαροδευτέρα οι τσαγκαροδευτέρες
      γενική της τσαγκαροδευτέρας
    αιτιατική την τσαγκαροδευτέρα τις τσαγκαροδευτέρες
     κλητική τσαγκαροδευτέρα τσαγκαροδευτέρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τσαγκαροδευτέρα < τσαγκάρης + Δευτέρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τσαγκαροδευτέρα θηλυκό

  1. τη Δευτέρα είχαν καθιερώσει ως αργία οι τσαγκάρηδες από τον 2ο αιώνα (πηγή: εφημερίδα επτά)
  2. (ειρωνικά) μέρα ανάπαυσης για τους τεμπέληδες

  Μεταφράσεις επεξεργασία