παπουτσίδικο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παπουτσίδικο < παπουτσ(ής) + -ίδικο
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pa.puˈt͡si.ði.ko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐που‐τσί‐δι‐κο
Ουσιαστικό επεξεργασία
παπουτσίδικο ουδέτερο
- (παρωχημένο) άλλη μορφή του παπουτσάδικο
Μεταφράσεις επεξεργασία
παπουτσίδικο
→ δείτε τις λέξεις τσαγκάρικο και υποδηματοποιείο |