• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

shoe

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Αγγλικά (en)
    • 1.1 Ουσιαστικό
      • 1.1.1 Πολυλεκτικοί όροι
    • 1.2 Ρήμα

Αγγλικά (en)Επεξεργασία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
shoe shoes

shoe (en)

  • (υπόδηση) το παπούτσι

Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία

  • platform shoe

  ΡήμαΕπεξεργασία

ενεστώτας shoe
γ΄ ενικό ενεστώτα shoes
αόριστος shod, shoed
παθητική μετοχή shodden, shod, shoed
ενεργητική μετοχή shoeing
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

shoe (en)

  1. παπουτσώνω
  2. πεταλώνω
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=shoe&oldid=4987745"
Τελευταία επεξεργασία στις 3 Φεβρουαρίου 2021, στις 23:28
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 3 Φεβρουαρίου 2021, στις 23:28.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie