shoe
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
ενεστώτας | shoe |
γ΄ ενικό ενεστώτα | shoes |
αόριστος | shod, shoed |
παθητική μετοχή | shodden, shod, shoed |
ενεργητική μετοχή | shoeing |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
shoe (en)