Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
shoe shoes

shoe (en)

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία
ενεστώτας shoe
γ΄ ενικό ενεστώτα shoes
αόριστος shod, shoed
παθητική μετοχή shodden, shod, shoed
ενεργητική μετοχή shoeing
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

shoe (en)

  1. παπουτσώνω
  2. πεταλώνω