Ετυμολογία

επεξεργασία
πεταλώνω < πέταλο

πεταλώνω

  • τοποθετώ πέταλα στις οπλές ενός αλόγου

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία