Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πεταλώνω < πέταλο

  Ρήμα επεξεργασία

πεταλώνω

  • τοποθετώ πέταλα στις οπλές ενός αλόγου

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία