Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πεταλωτής
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
πεταλωτ
ής
οι
πεταλωτ
ήδες
γενική
του
πεταλωτ
ή
των
πεταλωτ
ήδων
αιτιατική
τον
πεταλωτ
ή
τους
πεταλωτ
ήδες
κλητική
πεταλωτ
ή
πεταλωτ
ήδες
Κατηγορία
όπως «
μπαλωματής
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
πεταλωτής
<
πεταλώνω
+
-τής
<
πέταλο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πεταλωτής
αρσενικό
(
επάγγελμα
) ο
σιδεράς
που
πεταλώνει
άλογα
Συγγενικά
επεξεργασία
Πεταλωτής
(
επώνυμο
)
πεταλωτικά
πεταλωτική
πεταλωτικός
→
δείτε
τις λέξεις
πεταλώνω
και
πέταλο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πεταλωτής
αγγλικά
:
farrier
(en)
βοσνιακά
:
potkivač
(bs)
γαλλικά
:
maréchal-ferrant
(fr)
γερμανικά
:
Hufschmied
(de)
εβραϊκά
:
פרזול סוסים
(he)
ισλανδικά
:
járningamaður
(is)
πολωνικά
:
podkuwacz
(pl)
ρωσικά
:
кузнец
(ru)
τουρκικά
:
nalbant
(tr)