σιδεράς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σιδεράς | οι | σιδεράδες |
γενική | του | σιδερά | των | σιδεράδων |
αιτιατική | τον | σιδερά | τους | σιδεράδες |
κλητική | σιδερά | σιδεράδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σιδεράς αρσενικό
Συνώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
επώνυμα: