καλιγώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καλιγώνω < μεσαιωνική ελληνική καλιγώνω / καλλιγώνω < καλίγα / καλλίγα < λατινική caliga (υπόδημα στρατιωτών) < calceus < calx < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (s)kel- (στρογγυλός, καμπυλωτός)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.liˈɣo.no/
Ρήμα
επεξεργασίακαλιγώνω (παθητική φωνή: καλιγώνομαι)
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ακαλίγωτος
- καλίγα
- καλίγωμα
- καλιγωμένος
- καλιγωτής
- → δείτε τις λέξεις κάλτσα και καλικάντζαρος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καλιγώνω | καλίγωνα | θα καλιγώνω | να καλιγώνω | καλιγώνοντας | |
β' ενικ. | καλιγώνεις | καλίγωνες | θα καλιγώνεις | να καλιγώνεις | καλίγωνε | |
γ' ενικ. | καλιγώνει | καλίγωνε | θα καλιγώνει | να καλιγώνει | ||
α' πληθ. | καλιγώνουμε | καλιγώναμε | θα καλιγώνουμε | να καλιγώνουμε | ||
β' πληθ. | καλιγώνετε | καλιγώνατε | θα καλιγώνετε | να καλιγώνετε | καλιγώνετε | |
γ' πληθ. | καλιγώνουν(ε) | καλίγωναν καλιγώναν(ε) |
θα καλιγώνουν(ε) | να καλιγώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καλίγωσα | θα καλιγώσω | να καλιγώσω | καλιγώσει | ||
β' ενικ. | καλίγωσες | θα καλιγώσεις | να καλιγώσεις | καλίγωσε | ||
γ' ενικ. | καλίγωσε | θα καλιγώσει | να καλιγώσει | |||
α' πληθ. | καλιγώσαμε | θα καλιγώσουμε | να καλιγώσουμε | |||
β' πληθ. | καλιγώσατε | θα καλιγώσετε | να καλιγώσετε | καλιγώστε | ||
γ' πληθ. | καλίγωσαν καλιγώσαν(ε) |
θα καλιγώσουν(ε) | να καλιγώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καλιγώσει | είχα καλιγώσει | θα έχω καλιγώσει | να έχω καλιγώσει | ||
β' ενικ. | έχεις καλιγώσει | είχες καλιγώσει | θα έχεις καλιγώσει | να έχεις καλιγώσει | ||
γ' ενικ. | έχει καλιγώσει | είχε καλιγώσει | θα έχει καλιγώσει | να έχει καλιγώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καλιγώσει | είχαμε καλιγώσει | θα έχουμε καλιγώσει | να έχουμε καλιγώσει | ||
β' πληθ. | έχετε καλιγώσει | είχατε καλιγώσει | θα έχετε καλιγώσει | να έχετε καλιγώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν καλιγώσει | είχαν καλιγώσει | θα έχουν καλιγώσει | να έχουν καλιγώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία καλιγώνω
|