καλίγωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kaˈli.γo.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐λί‐γω‐μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαλίγωμα ουδέτερο
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού καλιγώνω
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καλίγωμα
|