καλικάντζαρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | καλικάντζαρος | οι | καλικάντζαροι |
γενική | του | καλικάντζαρου & καλικαντζάρου |
των | καλικάντζαρων & καλικαντζάρων |
αιτιατική | τον | καλικάντζαρο | τους | καλικάντζαρους & καλικαντζάρους |
κλητική | καλικάντζαρε | καλικάντζαροι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καλικάντζαρος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καλικάντζαρος με διάφορες υποθέσεις ετυμολόγησης
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.liˈkan.d͡za.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐λι‐κάν‐τζα‐ρος
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαλικάντζαρος αρσενικό (θηλυκό καλικαντζαρίνα, καλικαντζαρού)
- (λαογραφία) φανταστικός δαίμονας που θεωρείται ότι βγαίνει, ομαδικά, στην επιφάνεια της γης από τα έγκατά της τις ημέρες του Δωδεκαημέρου και προκαλεί μικροζημιές
- (μεταφορικά) δύσμορφος και ενοχλητικός άνθρωπος
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΆλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- καλικαντζαράκι
- καλικαντζάρι
- καλικαντζαρίνα
- καλικαντζαρούδι
- → δείτε τις λέξεις καλίκι, καλιγώνω, κάλτσα και άντζα
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καλικάντζαρος
Πηγές
επεξεργασία- καλικάντζαρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- για τα συνώνυμα: ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Ετυμολογία
επεξεργασία- καλικάντζαρος < διάφορες υποθέσεις ετυμολόγησης, όπως
- < *καλικάντζ(α) + μεγεθυντικό -αρος < καλίκι[1] (είδος παπουτσιού, οπλή, υποκοριστικό του καλλίγα) + ἄντζα (άντζα, κνήμη, πέλμα)[2]
- Δεν φαίνεται πιθανή σύνδεση με τύπους όπως καρκαντζᾶς (ξεροκέφαλος), ή *καλι‑κάνθαρος, ή με συνθετικό την ελληνιστική τζάγγη / τσάγγα (περσικό παπούτσι)[2]
- Δείτε επίσης καλιγώνω, (ελληνιστική κοινή) καλίγιον
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαλικάντζαρος αρσενικό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ καλικάντζαρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ 2,0 2,1 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.