Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κατσικάς οι κατσικάδες
      γενική του κατσικά των κατσικάδων
    αιτιατική τον κατσικά τους κατσικάδες
     κλητική κατσικά κατσικάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατσικάς < κατσίκ(α) + -άς

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.t͡siˈkas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τσι‐κάς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κατσικάς αρσενικό (δημοτική)

  1. (λαϊκότροπο, επάγγελμα) ο γιδοβοσκός, ο αιπόλος
     συνώνυμα: γιδάρης
  2. ο καλικάντζαρος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία