Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γιδοβοσκός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
γιδοβοσκ
ός
οι
γιδοβοσκ
οί
γενική
του
γιδοβοσκ
ού
των
γιδοβοσκ
ών
αιτιατική
τον
γιδοβοσκ
ό
τους
γιδοβοσκ
ούς
κλητική
γιδοβοσκ
έ
γιδοβοσκ
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
γιδοβοσκός
<
μεσαιωνική ελληνική
γιδοβοσκός
<
γίδα
+
-ο-
+
βοσκός
Γιδοβοσκός
με τον σκύλο του.
Ουσιαστικό
επεξεργασία
γιδοβοσκός
αρσενικό
(
επάγγελμα
) ο
βοσκός
που έχει
γίδες
,
κατσίκες
Συνώνυμα
επεξεργασία
αιγοβοσκός
αιπόλος
γιδάς
,
γιδάρης
κατσικάς
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
γίδα
και
βοσκός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γιδοβοσκός
αγγλικά
:
goatherd
(en)
γαλλικά
:
chevrier
(fr)
γερμανικά
:
Ziegenhirt
(de)
πολωνικά
:
koziarz
(pl)