γιδάρης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γιδάρης | οι | γιδάρηδες |
γενική | του | γιδάρη | των | γιδάρηδων |
αιτιατική | τον | γιδάρη | τους | γιδάρηδες |
κλητική | γιδάρη | γιδάρηδες | ||
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
γιδάρης αρσενικό
- (επάγγελμα) ο γιδοβοσκός
Συγγενικά επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
γιδάρης
|