αιγοβοσκός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αιγοβοσκός < (ελληνιστική κοινή) αἰγοβοσκός < αιγο- (αίγα) + βοσκός
Ουσιαστικό
επεξεργασίααιγοβοσκός αρσενικό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αιγοβοσκός
→ δείτε τη λέξη γιδοβοσκός |