αἰγοβοσκός
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | αἰγοβοσκός | οἱ | αἰγοβοσκοί |
γενική | τοῦ | αἰγοβοσκοῦ | τῶν | αἰγοβοσκῶν |
δοτική | τῷ | αἰγοβοσκῷ | τοῖς | αἰγοβοσκοῖς |
αιτιατική | τὸν | αἰγοβοσκόν | τοὺς | αἰγοβοσκούς |
κλητική ὦ! | αἰγοβοσκέ | αἰγοβοσκοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | αἰγοβοσκώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | αἰγοβοσκοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααἰγοβοσκός