καλίγιον
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | καλίγιον | τὰ | καλίγιᾰ |
γενική | τοῦ | καλιγίου | τῶν | καλιγίων |
δοτική | τῷ | καλιγίῳ | τοῖς | καλιγίοις |
αιτιατική | τὸ | καλίγιον | τὰ | καλίγιᾰ |
κλητική ὦ! | καλίγιον | καλίγιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καλιγίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | καλιγίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καλίγιον < καλίγα / καλλίγα < λατινική caliga < calceus < calx < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα (s)kel- (στρογγυλός, καμπυλωτός)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαλίγιον ουδέτερο