καλίγι
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καλίγι < καλίγιον / καλίγιν / καλίκι < καλίγα / καλλίγα < λατινική caliga < calceus < calx < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα (s)kel- (στρογγυλός, καμπυλωτός)
Ουσιαστικό επεξεργασία
καλίγι ουδέτερο