Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καλικαντζαρίνα οι καλικαντζαρίνες
      γενική της καλικαντζαρίνας των καλικαντζαρίνων
    αιτιατική την καλικαντζαρίνα τις καλικαντζαρίνες
     κλητική καλικαντζαρίνα καλικαντζαρίνες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καλικαντζαρίνα < καλικάντζαρ(ος) + κατάληξη θηλυκού -ίνα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.li.kan.d͡zaˈɾi.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐λι‐καν‐τζα‐ρίν‐να

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καλικαντζαρίνα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε καλικάντζαρος