Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παπουτσώνω < μεσαιωνική ελληνική παπουτσώνω < παπούτσι + -ώνω

  Ρήμα επεξεργασία

παπουτσώνω (παθητική φωνή: παπουτσώνομαι)

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία