Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
platform shoe platform shoes
 
Platform shoe.

  Ετυμολογία επεξεργασία

platform shoe → δείτε  platform (πλατφόρμα) & shoe

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

platform shoe

Δείτε επίσης επεξεργασία