ενικός         πληθυντικός  
platform platforms

Ουσιαστικό

επεξεργασία

platform (en)

  1. η πλατφόρμα, η αποβάθρα σιδηροδρομικού σταθμού
      She got down from the train and onto the platform.
    Κατέβηκε από το τρένο στην πλατφόρμα/αποβάθρα.
  2. το βήμα, επίπεδη επιφάνεια που υψώνεται πάνω από το επίπεδο του ισογείου ή του πατώματος, που χρησιμοποιείται από δημόσιους ομιλητές ή καλλιτέχνες για να μπορεί να τους δει το κοινό
      Coming onto the platform now is tonight’s orchestra conductor.
    Αυτή τη στιγμή ανεβαίνει στο βήμα ο διευθυντής της ορχήστρας της βραδιάς.
  3. η πλατφόρμα, ανυψωμένη επίπεδη επιφάνεια, για παράδειγμα στην οποία βρίσκεται εξοπλισμός
      an oil platform - πλατφόρμα πετρελαίου
  4. (πληροφορική, λογισμικό, υλικό υπολογιστή) η πλατφόρμα, συνδυασμός υλισμικού και λογισμικού ή λογισμικό υποστήριξης για συγκεκριμένη δραστηριότητα
      an e-learning platform - πλατφόρμα ηλεκτρονικής μάθησης
    δείτε επίσης: computing platform στην αγγλική Βικιπαίδεια
  5. (συνήθως ενικός) η πλατφόρμα, οι στόχοι ενός πολιτικού κόμματος και τα πράγματα που λένε ότι θα κάνουν εάν εκλεγούν
      The left-wing parties are seeking a common platform for the municipal elections.
    Τα κόμματα της αριστεράς αναζητούν πλατφόρμα κοινής καθόδου στις δημοτικές εκλογές.
  6. το βήμα, ευκαιρία ή μέρος για να εκφράσει κάποιος τις απόψεις του δημόσια
      The newspaper should be a platform for dialogue.
    Η εφημερίδα πρέπει να είναι ένα βήμα διαλόγου.
  7. η πλατφόρμα, γυναικεία καλοκαιρινά παπούτσια
      leather platform shoes - δερμάτινες πλατφόρμες

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία