platform
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
platform | platforms |
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
platform (en)
- η πλατφόρμα, η αποβάθρα σιδηροδρομικού σταθμού
- ⮡ She got down from the train and onto the platform.
- Κατέβηκε από το τρένο στην πλατφόρμα/αποβάθρα.
- ⮡ She got down from the train and onto the platform.
- το βήμα, επίπεδη επιφάνεια που υψώνεται πάνω από το επίπεδο του ισογείου ή του πατώματος, που χρησιμοποιείται από δημόσιους ομιλητές ή καλλιτέχνες για να μπορεί να τους δει το κοινό
- ⮡ Coming onto the platform now is tonight’s orchestra conductor.
- Αυτή τη στιγμή ανεβαίνει στο βήμα ο διευθυντής της ορχήστρας της βραδιάς.
- ⮡ Coming onto the platform now is tonight’s orchestra conductor.
- η πλατφόρμα, ανυψωμένη επίπεδη επιφάνεια, για παράδειγμα στην οποία βρίσκεται εξοπλισμός
- ⮡ an oil platform - πλατφόρμα πετρελαίου
- (πληροφορική, λογισμικό, υλικό υπολογιστή) η πλατφόρμα, συνδυασμός υλισμικού και λογισμικού ή λογισμικό υποστήριξης για συγκεκριμένη δραστηριότητα
- ⮡ an e-learning platform - πλατφόρμα ηλεκτρονικής μάθησης
- δείτε επίσης: computing platform στην αγγλική Βικιπαίδεια
- (συνήθως ενικός) η πλατφόρμα, οι στόχοι ενός πολιτικού κόμματος και τα πράγματα που λένε ότι θα κάνουν εάν εκλεγούν
- ⮡ The left-wing parties are seeking a common platform for the municipal elections.
- Τα κόμματα της αριστεράς αναζητούν πλατφόρμα κοινής καθόδου στις δημοτικές εκλογές.
- ⮡ The left-wing parties are seeking a common platform for the municipal elections.
- το βήμα, ευκαιρία ή μέρος για να εκφράσει κάποιος τις απόψεις του δημόσια
- ⮡ The newspaper should be a platform for dialogue.
- Η εφημερίδα πρέπει να είναι ένα βήμα διαλόγου.
- ⮡ The newspaper should be a platform for dialogue.
- η πλατφόρμα, γυναικεία καλοκαιρινά παπούτσια
- ⮡ leather platform shoes - δερμάτινες πλατφόρμες