ποδεσιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ποδεσιά | οι | ποδεσιές |
γενική | της | ποδεσιάς | των | ποδεσιών |
αιτιατική | την | ποδεσιά | τις | ποδεσιές |
κλητική | ποδεσιά | ποδεσιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ποδεσιά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαποδεσιά θηλυκό
- τα παπούτσια
Μεταφράσεις
επεξεργασία ποδεσιά
|