Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὑποδέω < ὑπο- + δέω

  Ρήμα επεξεργασία

ὑποδέω

  1. δένω από κάτω
  2. φοράω (και δένω) τα υποδήματά μου
  3. τυλίγω με κάτι τα πόδια

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία