Δείτε επίσης: υπόδημα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ὑπόδημᾰ τὰ ὑποδήμᾰτ
      γενική τοῦ ὑποδήμᾰτος τῶν ὑποδημᾰ́των
      δοτική τῷ ὑποδήμᾰτ τοῖς ὑποδήμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ ὑπόδημᾰ τὰ ὑποδήμᾰτ
     κλητική ! ὑπόδημᾰ ὑποδήμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὑποδήμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  ὑποδημᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὑπόδημα < ὑποδέω + -μα
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: υπόδημα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ὑπόδημα ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις ὑπό και δέω

Δείτε επίσης

επεξεργασία