Δείτε επίσης: Κατηγορία:Υπόδηση
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπόδηση οι υποδήσεις
      γενική της υπόδησης* των υποδήσεων
    αιτιατική την υπόδηση τις υποδήσεις
     κλητική υπόδηση υποδήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υποδήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

υπόδηση θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τη λέξη υπόδημα

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. υπόδημα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.