Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
footwear footwears
Συνήθως στον ενικό.

  Ετυμολογία επεξεργασία

footwear < foot + -wear

  Ουσιαστικό επεξεργασία

footwear (en) (συνήθως στον ενικό)

Δείτε επίσης επεξεργασία