κλιματίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίακλιματίζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος κλιματίζω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κλιματίζομαι | κλιματιζόμουν(α) | θα κλιματίζομαι | να κλιματίζομαι | ||
β' ενικ. | κλιματίζεσαι | κλιματιζόσουν(α) | θα κλιματίζεσαι | να κλιματίζεσαι | (κλιματίζου) | |
γ' ενικ. | κλιματίζεται | κλιματιζόταν(ε) | θα κλιματίζεται | να κλιματίζεται | ||
α' πληθ. | κλιματιζόμαστε | κλιματιζόμαστε κλιματιζόμασταν |
θα κλιματιζόμαστε | να κλιματιζόμαστε | ||
β' πληθ. | κλιματίζεστε | κλιματιζόσαστε κλιματιζόσασταν |
θα κλιματίζεστε | να κλιματίζεστε | (κλιματίζεστε) | |
γ' πληθ. | κλιματίζονται | κλιματίζονταν κλιματιζόντουσαν |
θα κλιματίζονται | να κλιματίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κλιματίστηκα | θα κλιματιστώ | να κλιματιστώ | κλιματιστεί | ||
β' ενικ. | κλιματίστηκες | θα κλιματιστείς | να κλιματιστείς | κλιματίσου | ||
γ' ενικ. | κλιματίστηκε | θα κλιματιστεί | να κλιματιστεί | |||
α' πληθ. | κλιματιστήκαμε | θα κλιματιστούμε | να κλιματιστούμε | |||
β' πληθ. | κλιματιστήκατε | θα κλιματιστείτε | να κλιματιστείτε | κλιματιστείτε | ||
γ' πληθ. | κλιματίστηκαν κλιματιστήκαν(ε) |
θα κλιματιστούν(ε) | να κλιματιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω κλιματιστεί | είχα κλιματιστεί | θα έχω κλιματιστεί | να έχω κλιματιστεί | κλιματισμένος | |
β' ενικ. | έχεις κλιματιστεί | είχες κλιματιστεί | θα έχεις κλιματιστεί | να έχεις κλιματιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει κλιματιστεί | είχε κλιματιστεί | θα έχει κλιματιστεί | να έχει κλιματιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε κλιματιστεί | είχαμε κλιματιστεί | θα έχουμε κλιματιστεί | να έχουμε κλιματιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε κλιματιστεί | είχατε κλιματιστεί | θα έχετε κλιματιστεί | να έχετε κλιματιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν κλιματιστεί | είχαν κλιματιστεί | θα έχουν κλιματιστεί | να έχουν κλιματιστεί |