Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κλιματίζω < κλίμα + -ίζω

  Ρήμα επεξεργασία

κλιματίζω (παθητική φωνή: κλιματίζομαι)

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία