λοσιόν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- λοσιόν < (λόγιο δάνειο) γαλλική lotion [1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /loˈsi̯on/ & /loˈsçon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λο‐σιόν
Ουσιαστικό
επεξεργασία
λοσιόν θηλυκό άκλιτο
- (κοσμετολογία) υγρό παρασκεύασμα, συχνά με άρωμα ή και οινόπνευμα, το οποίο χρησιμοποιείται για τη φροντίδα του δέρματος ή των μαλλιών
- ⮡ μετά το μπάνιο συνηθίζει να βάζει λοσιόν στο σώμα της
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ λοσιόν - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας