Ετυμολογία

επεξεργασία
λοσιόν < (λόγιο δάνειο) γαλλική lotion [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /loˈsi̯on/ & /loˈsçon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λο‐σιόν

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λοσιόν θηλυκό άκλιτο

  • (κοσμετολογία) υγρό παρασκεύασμα, συχνά με άρωμα ή και οινόπνευμα, το οποίο χρησιμοποιείται για τη φροντίδα του δέρματος ή των μαλλιών
    ⮡  μετά το μπάνιο συνηθίζει να βάζει λοσιόν στο σώμα της

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία