Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

λοσιόν θηλυκό άκλιτο

  • (κοσμετολογία) υγρό παρασκεύασμα, συχνά με άρωμα ή και οινόπνευμα, το οποίο χρησιμοποιείται για τη φροντίδα του δέρματος ή των μαλλιών
      μετά το μπάνιο συνηθίζει να βάζει λοσιόν στο σώμα της

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία