condition
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
condition | conditions |
condition (en)
- ο όρος, η προϋπόθεση, οι αναγκαίες συνθήκες
- ↪ Environmental protection is a condition for sustainability.
- Η προστασία του περιβάλλοντος είναι προϋπόθεση για την αειφορία.
- ↪ What other planets might have the right conditions for life?
- Ποιοι άλλοι πλανήτες θα μπορούσαν να έχουν τις κατάλληλες συνθήκες/προϋποθέσεις για ζωή;
- ≈ συνώνυμα: requirement
- ↪ Environmental protection is a condition for sustainability.
- (νομικός όρος) ο όρος
- ↪ I observe the conditions of an agreement.
- Τηρώ τους όρους μιας συμφωνίας.
- ≈ συνώνυμα: term, clause, provision, stipulation
- ↪ I observe the conditions of an agreement.
- η κατάσταση, ο τρόπος με τον οποίο υπάρχει κάποιος ή κάτι, σε ορισμένη χρονική στιγμή
- ↪ My aunt couldn't walk up the stairs in her condition.
- Η θεία μου δεν μπορούσε να ανεβαίνει τις σκάλες στην κατάστασή της.
- ↪ the condition of public education - η κατάσταση της δημόσιας εκπαίδευσης
- ↪ Hypnosis is a peculiar condition of the nervous system.
- Η ύπνωση είναι μια ιδιαίτερη κατάσταση του νευρικού συστήματος.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη state
- ↪ My aunt couldn't walk up the stairs in her condition.
- (λογική, μαθηματικά, προγραμματισμός) η συνθήκη
επεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | condition |
γ΄ ενικό ενεστώτα | conditions |
αόριστος | conditioned |
παθητική μετοχή | conditioned |
ενεργητική μετοχή | conditioning |
condition (en)
- συνηθίζω
- ↪ He conditioned his son to get up early.
- Συνήθισε το γιο του να σηκώνεται νωρίς.
- ↪ He conditioned his son to get up early.
Πηγές επεξεργασία
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 634, 849. ISBN 9780194325684., λήμμα: όρος, συνηθίζω