condition
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
condition | conditions |
condition (en)
- (μη μετρήσιμο, ενικός) η κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάτι
- ⮡ a car/building in an old but good condition - παλιό αλλά σε καλή κατάσταση αυτοκίνητο/κτίριο
- (μη μετρήσιμο, ενικός) η κατάσταση της υγείας κάποιου ή πόσο σε φόρμα είναι
- ⮡ The victim was in very critical condition.
- Το θύμα ήταν σε πολύ κρίσιμη κατάσταση.
- ⮡ My aunt couldn't walk up the stairs in her condition.
- Η θεία μου δεν μπορούσε να ανεβαίνει τις σκάλες στην κατάστασή της.
- ⮡ The victim was in very critical condition.
- η κατάσταση, μια ασθένεια ή ένα ιατρικό πρόβλημα
- ⮡ Hypnosis is a peculiar condition of the nervous system.
- Η ύπνωση είναι μια ιδιαίτερη κατάσταση του νευρικού συστήματος.
- ⮡ Hypnosis is a peculiar condition of the nervous system.
- (μόνο πληθυντικός) οι συνθήκες, η κατάσταση στην οποία οι άνθρωποι ζουν, εργάζονται ή κάνουν πράγματα
- ⮡ living/working conditions - συνθήκες ζωής/εργασίας
- ⮡ the political/economic conditions - οι πολιτικές/οικονομικές συνθήκες
- ⮡ under these conditions - κάτω απ' αυτές τις συνθήκες
- (μόνο πληθυντικός) οι συνθήκες, η φυσική κατάσταση που επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο συμβαίνει κάτι
- ⮡ weather conditions - καιρικές συνθήκες
- (νομικός όρος) ο όρος, ένας κανόνας ή μια απόφαση με την οποία πρέπει να συμφωνήσω, που μερικές φορές αποτελεί μέρος μιας σύμβασης ή μιας επίσημης συμφωνίας
- ⮡ I observe the conditions of an agreement.
- Τηρώ τους όρους μιας συμφωνίας.
- ⮡ Would you have me agree under these conditions?
- Θα ήθελες να συμφωνήσω κάτω απ' αυτούς του όρους;
- ≈ συνώνυμα: clause, provision, stipulation και term
- ⮡ I observe the conditions of an agreement.
- ο όρος, η προϋπόθεση, οι αναγκαίες συνθήκες, μια κατάσταση που πρέπει να υπάρχει για να συμβεί κάτι άλλο
- ⮡ Environmental protection is a condition for sustainability.
- Η προστασία του περιβάλλοντος είναι προϋπόθεση για την αειφορία.
- ⮡ What other planets might have the right conditions for life?
- Ποιοι άλλοι πλανήτες θα μπορούσαν να έχουν τις κατάλληλες συνθήκες/προϋποθέσεις για ζωή;
- ⮡ favorable/unfavorable conditions - ευνοϊκές/δυσμενείς συνθήκες
- ≈ συνώνυμα: requirement
- ⮡ Environmental protection is a condition for sustainability.
- (ενικός, επίσημο) η κατάσταση μιας συγκεκριμένης ομάδας ανθρώπων λόγω της κατάστασής τους στη ζωή, των προβλημάτων τους κτλ.
- (λογική, μαθηματικά, προγραμματισμός) η συνθήκη
Συγγενικά
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | condition |
γ΄ ενικό ενεστώτα | conditions |
αόριστος | conditioned |
παθητική μετοχή | conditioned |
ενεργητική μετοχή | conditioning |
condition (en)
- συνηθίζω
- ⮡ He conditioned his son to get up early.
- Συνήθισε το γιο του να σηκώνεται νωρίς.
- ⮡ He conditioned his son to get up early.
Πηγές
επεξεργασία- condition (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- condition (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 634, 849. ISBN 9780194325684., λήμμα: όρος, συνηθίζω
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαcondition (en) θηλυκό
- ο όρος, η προϋπόθεση, η συνθήκη