Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
condition conditions

condition (en)

  1. ο όρος, η προϋπόθεση, οι αναγκαίες συνθήκες
    Environmental protection is a condition for sustainability.‎
    Η προστασία του περιβάλλοντος είναι προϋπόθεση για την αειφορία.
    What other planets might have the right conditions for life?
    Ποιοι άλλοι πλανήτες θα μπορούσαν να έχουν τις κατάλληλες συνθήκες/προϋποθέσεις για ζωή;
     συνώνυμα: requirement
  2. (νομικός όρος) ο όρος
    I observe the conditions of an agreement.
    Τηρώ τους όρους μιας συμφωνίας.
     συνώνυμα: term, clause, provision, stipulation
  3. η κατάσταση, ο τρόπος με τον οποίο υπάρχει κάποιος ή κάτι, σε ορισμένη χρονική στιγμή
    My aunt couldn't walk up the stairs in her condition.
    Η θεία μου δεν μπορούσε να ανεβαίνει τις σκάλες στην κατάστασή της.
    the condition of public education - η κατάσταση της δημόσιας εκπαίδευσης
    Hypnosis is a peculiar condition of the nervous system.
    Η ύπνωση είναι μια ιδιαίτερη κατάσταση του νευρικού συστήματος.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη state
  4. (λογική, μαθηματικά, προγραμματισμός) η συνθήκη

Συγγενικές λέξεις επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας condition
γ΄ ενικό ενεστώτα conditions
αόριστος conditioned
παθητική μετοχή conditioned
ενεργητική μετοχή conditioning

condition (en)

  • συνηθίζω
    He conditioned his son to get up early.
    Συνήθισε το γιο του να σηκώνεται νωρίς.

  Πηγές επεξεργασία

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 634, 849. ISBN 9780194325684. , λήμμα: όρος, συνηθίζω