conditional
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kənˈdɪʃənəl/
Επίθετο
επεξεργασίαconditional (en) (χωρίς παραθετικά)
- εξαρτώμενος από όρους, που βρίσκεται υπό συνθήκη
- ⮡ conditional acceptance - αποδοχή υπό όρους
- ⮡ My promise to help you is conditional upon good behavior on your part.
- Η υπόσχεσή μου να σε βοηθήσω ισχύει υπό τον όρο καλής διαγωγής εκ μέρους σου.
- ⮡ My help is conditional on your father also agreeing.
- Η βοήθειά μου τελεί υπό τον όρο ότι θα συμφωνήσει κι ο πατέρας σου.
- (γραμματική) υποθετικός
- ⮡ conditional clauses - υποθετικές προτάσεις
Συνώνυμα
επεξεργασία- (λογική) material conditional
Σύνθετα
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
conditional | conditionals |
conditional (en)
- (γραμματική) η υπόθεση
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τον όρο conditional clause
- (γραμματική) ο υποθετικός λόγος
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τον όρο conditional mood