Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kənˈdɪʃənəl/

  Επίθετο

επεξεργασία

conditional (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. εξαρτώμενος από όρους, που βρίσκεται υπό συνθήκη
    ⮡  conditional acceptance - αποδοχή υπό όρους
    ⮡  My promise to help you is conditional upon good behavior on your part.
    Η υπόσχεσή μου να σε βοηθήσω ισχύει υπό τον όρο καλής διαγωγής εκ μέρους σου.
    ⮡  My help is conditional on your father also agreeing.
    Η βοήθειά μου τελεί υπό τον όρο ότι θα συμφωνήσει κι ο πατέρας σου.
  2. (γραμματική) υποθετικός
    ⮡  conditional clauses - υποθετικές προτάσεις

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
conditional conditionals

conditional (en)

  1. (γραμματική) η υπόθεση
     συνώνυμα: → δείτε τον όρο conditional clause
  2. (γραμματική) ο υποθετικός λόγος
     συνώνυμα: → δείτε τον όρο conditional mood

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία