clause
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
clause | clauses |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαclause (en)
- (γραμματική) η πρόταση
- ⮡ a main/subordinate clause - κύρια/δευτερεύουσα πρόταση
- (νομικός όρος) η ρήτρα, ο όρος, ένα στοιχείο σε ένα νομικό έγγραφο που λέει ότι ένα συγκεκριμένο πράγμα πρέπει ή δεν πρέπει να γίνει
- ⮡ A clause in the agreement provides that…
- Ένας όρος στην συμφωνία προβλέπει ότι…
- ⮡ A clause in the agreement provides that…
- (προγραμματισμός) υποπρόταση (τμήμα) μιάς εντολής γλώσσας προγραμματισμού
- ⮡ The SQL command UPDATE with three clauses of which the WHERE is optional.
- Η εντολή UPDATE της SQL με τρεις υποπροτάσεις από τις οποίες η WHERE είναι προαιρετική.
- ⮡ The SQL command UPDATE with three clauses of which the WHERE is optional.
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
clause | clauses |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαclause (fr) θηλυκό
- (νομικός όρος) η ρήτρα