Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υποπρόταση οι υποπροτάσεις
      γενική της υποπρότασης* των υποπροτάσεων
    αιτιατική την υποπρόταση τις υποπροτάσεις
     κλητική υποπρόταση υποπροτάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υποπροτάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Η εντολή UPDATE της SQL με τρεις υποπροτάσεις (clauses) από τις οποίες η WHERE είναι προαιρετική

  Ετυμολογία επεξεργασία

υποπρόταση < υπο- + πρόταση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υποπρόταση θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία