ενικός         πληθυντικός  
requirement requirements

  Ετυμολογία

επεξεργασία
requirement < require + -ment

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

requirement (en) (επίσημο)

  1. η απαίτηση, κάτι που απαιτείται, είναι αναγκαίο ή υποχρεωτικό
    ⮡  security/equipment/course requirements - απαιτήσεις ασφαλείας/εξοπλισμού/μαθήματος
  2. η απαίτηση, κάτι που απαιτείται προκειμένου να εκτελεστεί σωστά μια εργασία
    ⮡  If your computer meets the minimum requirements but does not meet the suggested requirements, the program is going to work, but it may be slow.
    Εάν ο υπολογιστής σας πληροί τις ελάχιστες απαιτήσεις αλλά δεν πληροί τις προτεινόμενες απαιτήσεις, το πρόγραμμα θα λειτουργήσει, αλλά μπορεί να είναι αργό.