- requirement < require + -ment
requirement (en) (επίσημο)
- η απαίτηση, κάτι που απαιτείται, είναι αναγκαίο ή υποχρεωτικό
- ⮡ security/equipment/course requirements - απαιτήσεις ασφαλείας/εξοπλισμού/μαθήματος
- η απαίτηση, κάτι που απαιτείται προκειμένου να εκτελεστεί σωστά μια εργασία
- ⮡ If your computer meets the minimum requirements but does not meet the suggested requirements, the program is going to work, but it may be slow.
- Εάν ο υπολογιστής σας πληροί τις ελάχιστες απαιτήσεις αλλά δεν πληροί τις προτεινόμενες απαιτήσεις, το πρόγραμμα θα λειτουργήσει, αλλά μπορεί να είναι αργό.