stipulation
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαstipulation (en)
- κάτι που συνομολογείται ως όρος μιας συμφωνίας
- ρήτρα, όρος συμβολαίου
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
stipulation | stipulations |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαstipulation (fr) θηλυκό