covenant
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
covenant (en)
- συμβόλαιο, συμφωνία, σύμβαση, σύμφωνο, ρητή δέσμευση[1]
- συμφωνητικό
- landlord covenant: συμβόλαιο ενοικίασης, συμφωνητικό μίσθωσης, μισθωτήριο συμβόλαιο, μισθωτήριο
- Συνώνυμα: property rental contract
- landlord covenant: συμβόλαιο ενοικίασης, συμφωνητικό μίσθωσης, μισθωτήριο συμβόλαιο, μισθωτήριο
- συμφωνητικό
- ιερό συμβόλαιο
- υπόσχεση, σοβαρή δέσμευση