Ετυμολογία

επεξεργασία
agreement < agree + -ment

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
agreement agreements

agreement (en)

  1. η συμφωνία, πράξη με την οποία δύο ή περισσότερα πρόσωπα δέχονται να ρυθμίσουν ένα ζήτημα που αφορά τις μεταξύ τους σχέσεις
    ⮡  an explicit/implicit agreement - ρητή/σιωπηρά συμφωνία
    ⮡  We made an agreement for him to pay me in cash.
    Κάναμε συμφωνία να με πληρώσει τοις μετρητοίς.
     αντώνυμα: disagreement
  2. (μη μετρήσιμο) η συμφωνία, σύμφωνος, η κατάσταση του να μοιράζομαι την ίδια γνώμη ή συναίσθημα
    ⮡  There’s no agreement on what should happen.
    Δεν υπάρχει συμφωνία για το τι πρέπει να γίνει.
    ⮡  We came to some kind of agreement.
    Καταλήξαμε σε κάποιου είδους συμφωνία.
    ⮡  I don’t disagree, but that doesn’t also mean that I am totally in agreement.
    Δε διαφωνώ, αλλά αυτό δε θα πει ότι είμαι και τελείως σύμφωνος.