Δείτε επίσης: Διαθήκη

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διαθήκη οι διαθήκες
      γενική της διαθήκης των διαθηκών
    αιτιατική τη διαθήκη τις διαθήκες
     κλητική διαθήκη διαθήκες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

διαθήκη< (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαθήκη. Συγχρονικά αναλύεται σε δια- + -θήκη

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ði̯aˈθi.ci/ και /ðʝaˈθi.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐α‐θή‐κη

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

διαθήκη θηλυκό

  1. (νομικός όρος) έγγραφο που περιλαμβάνει τις τελευταίες επιθυμίες κάποιου καθώς και τον τρόπο που επιθυμεί να μοιραστεί η περιουσία του
  2. (κατʼ επέκταση) συμβουλή, παραίνεση
  3. (θρησκεία) → δείτε τη λέξη Διαθήκη: συμφωνία

Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία

(θρησκεία):

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διαθήκη αἱ διαθῆκαι
      γενική τῆς διαθήκης τῶν διαθηκῶν
      δοτική τῇ διαθήκ ταῖς διαθήκαις
    αιτιατική τὴν διαθήκην τὰς διαθήκᾱς
     κλητική ! διαθήκη διαθῆκαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διαθήκ
γεν-δοτ τοῖν  διαθήκαιν
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

διαθήκη < δια- + -θήκη < διατίθημι < διά + τίθημι

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

διαθήκη θηλυκό

  1. διαθήκη
  2. διάθεση, κατάσταση
  3. (ελληνιστική σημασία) συμφωνία, συνθήκη

  ΠηγέςΕπεξεργασία