testament
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
testament | testaments |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαtestament (fr) αρσενικό
- η διαθήκη
Συγγενικά
επεξεργασία
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- testament < λατινική testamentum
Ουσιαστικό
επεξεργασίαtestament (pl) αρσενικό
- η διαθήκη