διαθηκώος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαθηκώος < (ελληνιστική κοινή) διαθηκῷος < αρχαία ελληνική διαθήκη < διατίθημι < διά + τίθημι
Επίθετο επεξεργασία
διαθηκώος, -α, -ο
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
διαθηκώος