Δείτε επίσης: διαθηκῷος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαθηκώος η διαθηκώα το διαθηκώο
      γενική του διαθηκώου της διαθηκώας του διαθηκώου
    αιτιατική τον διαθηκώο τη διαθηκώα το διαθηκώο
     κλητική διαθηκώε διαθηκώα διαθηκώο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαθηκώοι οι διαθηκώες τα διαθηκώα
      γενική των διαθηκώων των διαθηκώων των διαθηκώων
    αιτιατική τους διαθηκώους τις διαθηκώες τα διαθηκώα
     κλητική διαθηκώοι διαθηκώες διαθηκώα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαθηκώος < (ελληνιστική κοινήδιαθηκῷος < αρχαία ελληνική διαθήκη < διατίθημι < διά + τίθημι

  Επίθετο επεξεργασία

διαθηκώος, -α, -ο

  1. (λόγιο) που έχει σχέση με διαθήκη ή αναφέρεται σ' αυτή
  2. (λόγιο) που γίνεται μέσω διαθήκης

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία